Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Ανδρέας Αργυρόπουλος: Τα θρησκευτικά, η βίβλος και αυτά που ξέχασε ή θέλει να ξεχνάει ο κ. Βερέμης





(Πρωτοδημοσιεύθηκε  στα ΑΙΟΛΙΚΑ ΝΕΑ στις 11 Νοεμβρίου 2008)

Τα όσα συνέβησαν και όσα συζητήθηκαν (στον Τύπο, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, στις όποιες συγκεντρώσεις έγιναν) γύρω από το μάθημα των Θρησκευτικών το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τους άστοχους αλλά και επικίνδυνους πειραματισμούς του Υπουργείου Παιδείας κατακαλόκαιρο, έφεραν στην επιφάνεια καταστάσεις που προβλημάτισαν αλλά ταυτόχρονα άνοιξαν δρόμους για διάλογο καλοπροαίρετο και δημιουργικό. Σε κάποιες όμως περιπτώσεις ακούστηκαν και διαβάστηκαν απόψεις "ανθρώπων του πνεύματος", που μας έκαναν να απορήσουμε. Και η απορία γίνεται μεγαλύτερη όταν οι απόψεις αυτές προέρχονται από ανθρώπους που εκπροσωπούν θεσμούς.

Ο Πρόεδρος του ΕΣΥΠ

Δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε για παράδειγμα ότι ο Πρόεδρος του ΕΣΥΠ (Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας) κ. Βερέμης τοποθετείται ουσιαστικά υπέρ της κατάργησης του μαθήματος των θρησκευτικών, αγνοώντας το περιεχόμενό του στις μέρες μας (βιβλία, αναλυτικά προγράμματα κ.λπ.). Είναι δυνατόν, Πρόεδρος του ΕΣΥΠ, να καταδικάζει ένα μάθημα «ανακαλώντας την αντίδρασή του ως μαθητή ακόμη» (Καθημερινή 10/8/2008).
Περιμέναμε από κάποιον που εκπροσωπεί έναν κορυφαίο θεσμό διαφορετική αντιμετώπιση των πραγμάτων και μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Ο κ. Βερέμης όμως δεν έμεινε μόνο εκεί. Στην ίδια συνέντευξη αναρωτήθηκε: «Τι σχέση έχει η Παλαιά Διαθήκη με την εκπαίδευση; Η μισή Αμερική διαβάζει τη Βίβλο και βλέπουμε τι γίνεται. Έτσι δεν γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι».
Εκτιμάμε πως δεν χρειάζεται να έχει κάνει ιδιαίτερες σπουδές κάποιος για να διακρίνει ότι άλλο "τι διαβάζω" και άλλο το "πώς το διαβάζω", ούτε χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να κάνει κανείς τη διάκριση θρησκειών, ιδεολογιών, φιλοσοφιών και των εκπροσώπων τους μέσα στην ιστορία.

Τι ξεχνά ο κ. Πρόεδρος

Αν και καλός γνώστης της ιστορίας της Αμερικής, ξεχάσατε κ. πρόεδρε την "άλλη" Αμερική. Αυτή που "διαβάζει" διαφορετικά τη Βίβλο, την Αμερική του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του Χένλνερ Καμάρα, αυτή της Λατινικής Αμερικής, όπου χιλιάδες κληρικοί και λαϊκοί, μοναχοί και μοναχές, δεκαετίες τώρα μάχονται μαζί με το λαό ενάντια στα δικτατορικά και απολυταρχικά καθεστώτα, ανατρέποντάς τα το ένα μετά το άλλο (Αϊτή, Νικαράγουα, Βενεζουέλα, Βολιβία, Παραγουάη κ.λπ.). Ξεχάσατε κ. Πρόεδρε το δολοφονημένο από τους ακροδεξιούς την ώρα της Θείας Λειτουργίας Αρχιεπίσκοπο του Σαλβαντόρ Όσκαρ Ρομέρο, τη βραβευμένη με το Νόμπελ Ειρήνης Χριστιανή επαναστάτρια Ριγκομπέρτα Μεντού από τη Γουατεμάλα, τους τρεις επισκόπους - μέλη της επαναστατικής κυβέρνησης της Νικαράγουα; Ξεχάσατε κ. Πρόεδρε ότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Παραγουάης, ηγέτης του επαναστατικού προοδευτικού κινήματος της χώρας, δεν είναι παρά "ο επίσκοπος των φτωχών", όπως ξεχάσατε μάλλον ότι και στην Αϊτή το δικτατορικό καθεστώς ανετράπη χάρη σε έναν ιερέα, τον π. Αριστίντ;

Η προσφορά της Βίβλου

Φοβάμαι ότι θέλετε να ξεχνάτε κ. Πρόεδρε. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι καν πιστός, για να κατανοήσει την προσφορά της Βίβλου στον παγκόσμιο πολιτισμό. Γι
 αυτό είπα ότι φοβάμαι... Δεν μπορώ να πιστέψω πως αγνοείτε τη σχέση πολλών πρωταγωνιστών της ιστορίας της επιστήμης και του πολιτισμού με την Αγία Γραφή. Πρόχειρα μούρχονται στο νου «Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μ. Άγγελος, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ντύρερ, Ρέμπραντ, Ντα Βίντσι, Πασκάλ, Νεύτωνας, Αμπέρ, Καρτέσιος, Έλιοτ, Κλωντέλ, Παστέρ, Πασκάλ, Κοπέρνικος, Μέντελ, Μπετόβεν, Μπαχ, Χαΐντελ, Μότσαρτ, Λιστ»...
Προβληματίστηκα πολύ αν θα έπρεπε να γράψω αυτό το κείμενο κ. Πρόεδρε. Όπως και σεις "αναπόλησα" τα μαθητικά μου χρόνια.
Οι δηλώσεις σας μου 'φεραν στο νου την επιχειρηματολογία της εποχής εκείνης, τις κουβέντες με "αθεΐζοντες" συμμαθητές μου και αυτό κάπου με λύπησε. Είχα πιστέψει πως η κοινωνία είχε προχωρήσει και πως θα είχαμε να διαπραγματευτούμε πάνω σε άλλα ζητήματα. Δυστυχώς, όμως, γυρνάμε πίσω κι αυτό είναι πολύ λυπηρό για τον επιστημονικό κόσμο κ. Πρόεδρε.

π.Λίβυος :«Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, στο μάθημα των θρησκευτικών»Βιβλιοπαρουσίαση


7/06/2011


"Η προέρχεται απο αυτόν που αφαιρεί την μπουκιά απο το στόμα του φτωχού και οχι απο αυτόν που αμύνεται να συντηρηθεί στην ζωή. " Καμίλος Τόρρες

Εχθές είχα μια ευχάριστη έκπληξη. Έλαβα ταχυδρομικώς ένα δεματάκι γεμάτο από πανέμορφα και ουσιώδη βιβλία. Είναι του καλού φίλου και εξαίρετου Θεολόγου Ανδρέα Αργυρόπουλου. Με τον Ανδρέα γνωριζόμαστε από πολύ παλιά όταν ακόμη συμμετείχε στην Ορθόδοξη Χριστιανοσοσιαλιστική ομάδα «ΕΞΟΔΟΣ» η οποία εκτός από την σημαντική της κοινωνική δράση, έκδιδε τότε ένα από τα σημαντικότερα Θεολογικά περιοδικά με τον ομώνυμο τίτλο «Έξοδος». Κάποια στιγμή τα μέλη του κινήματος προχώρησαν και στην δημιουργία ενός βιβλιοπωλείου πάλι με το ίδιο όνομα. Σήμερα μετά από αρκετά χρόνια δεν υπάρχει κάτι από όλες αυτές τις τόσες σημαντικές κοινωνικές χριστιανικές παρεμβάσεις. Υπάρχουν όμως τα πρόσωπα που τότε διαμόρφωσαν τους κοινωνικούς- πολιτικούς χώρους και σήμερα συνεχίζουν ο καθένας από το δικό του μετερίζι να δίδει την χριστιανική μαρτυρία.
Ας έρθουμε όμως και πάλι στο δεματάκι με τα βιβλία. Το όποιο περιείχε μέσα τους εξής τίτλους:
1.Θεολογία & Οικολογία
2.Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών
3.Νεοι και Εκκλησία σήμερα, μια κουβέντα στο Χαλάνδρι
4.Εκκλησία και Νεολαία, πέντε κείμενα προβληματισμού
5.Θρησκειολογική Βιβλιογραφία
6.Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, στο μάθημα των θρησκευτικών
Αυτά είναι τα βιβλία του φίλου Ανδρέα Αργυρόπουλου. Κάποια από αυτά τα είχα ήδη. Με είχαν κλικάρει στα βιβλιοπωλεία και τα είχα προμηθευτεί προς ανάγνωση. Εκείνο όμως που πραγματικά με κέρδισε, τόσο διότι ακουμπάει ιδιαίτερες ευαίσθητες προσωπικές πτυχές της ύπαρξης μου, αλλά και διότι είναι μοναδικό στην σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία, είναι «Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, στο μάθημα των θρησκευτικών». Επίκαιρο όσο ποτέ προς την σημερινή κοινωνική και πολιτική κατάσταση της χώρας μας.

Το βιβλίο χωρίζεται θα λέγαμε σε δυο θεματικές ενότητες. Η πρώτη εκτός τον σημαντικό πρόλογο, δίνει σημαντικές πληροφορίες για το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Που πρωτοεμφανίστηκε, ποιες κοινωνικές ανάγκες το γέννησαν, και πιο ρόλο έπαιξε στις κοινωνίες που οργανώθηκε. Επίσης αναφέρεται στην παρουσία και στις αναφορές αυτού του σημαντικού Θεολογικού κινήματος, στο μάθημα των θρησκευτικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στην δεύτερη θεματική του ενότητα παρουσιάζει ένα σημαντικό ανθολόγιο από κείμενα και λόγους των σημαντικότερων εκφραστών του κινήματος. Επισκόπων, κληρικών, θεολόγων, λαϊκών, που με τον ένα ή άλλο τρόπο εξέφρασαν μέσα από προσωπικούς και συλλογικούς αγώνες, πολλές φορές με τίμημα την ίδια τους την ζωή, το κίνημα της Απελευθέρωσης.

Εγώ προσωπικά θα σας πρότεινα να προμηθευτείτε και να διαβάσετε τον εν λογω βιβλίο-καθώς και τα υπόλοιπα του Ανδρέα Αργυρόπουλου- διότι ιδιαίτερα στις δύσκολες μέρες που ζούμε, θα φανεί χρήσιμο να εμπλουτίσετε το προσωπικό σας τοπίο με απόψεις και ιδέες ανθρώπων που έζησαν και αγωνίστηκαν κάτω από ιδιαίτερα δύσκολες εθνικά και σκληρές πολιτικά και κοινωνικά καταστάσεις. Όμως κατάφεραν να μην απολέσουν την χριστιανική και ανθρώπινη οντότητα τους.

Σας παραθέτω και μια καταπληχτική βιβλιοκρισία του καλού ΘεολόγουςΓιώργου Καπετανάκη για το βιβλίο που αναρτάται στο μπλοκ τουhttp://e-lithi.blogspot.com/2011/06/2011-h-manifesto.html
Τέλος για όσους θέλουν να παρακολουθούν και να διαβάζουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του Ανδρέα Αργυρόπουλου μπορούν να επισκέπτονται το προσωπικό του μπλοκ http://e-theologia.blogspot.com/α

ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ : ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ




του Στρατή Αγγελόγλου Θεολόγου- Φιλόλογου




ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με επιμέλεια Αθανασίου Καλαμάτα & Γιώργου Παπαδόπουλου
Εκδ. ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 2009, σ. 58



Θρησκειολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την καθολικότητα του θρησκευτικού φαινομένου στον κόσμο μας και η ενασχόληση με τα θρησκεύματα και τις θρησκευτικές ιδέες προάγει το σημερινό άνθρωπο και τον εξασκεί στην αλληλοπεριχώρηση και αποδοχή του άλλου.
Ο μεγάλος θρησκειολόγος του 20ου αιώνα MEliade  σημειώνει ότι η ύπαρξη τόσων θρησκευτικών στοιχείων και φαινομένων δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης αλλά σταθερό στοιχείο της ανθρώπινης συνείδησης , πράγμα που σημαίνει ότι η θρησκειολογική επιστήμη καταργεί την αξιολογική κατάταξη των θρησκευμάτων και τα εξετάζει όλα παράλληλα το ένα με το άλλο.  Η αμυντική όμως στάση πολλών χριστιανών , έναντι «της αντικειμενικής σπουδής  άλλων πολιτισμών και θρησκευτικών ιδεών» είναι γνωστή από παλιά, όπως και ο φόβος για υπονόμευση της ορθόδοξης συνείδησης.
Αντίθετα ,  πιστεύει ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος , μας κάνει νηφάλιους και ανοικτούς στην κατανόηση του άλλου ενώ στηρίζει την πίστη μας και τη διευρύνει. Ειδικά στην εποχή μας, αναφέρει το εισαγωγικό σημείωμα της νέας αυτής Βιβλιογραφίας, καθώς μεταβάλλεται σταδιακά σε πολυθρησκευτική και πολυπολιτισμική, είναι αναγκαία η ενημέρωση για τη θρησκευτική ταυτότητα του άλλου για τη σωστή επικοινωνία και ένταξη στην κοινωνία μας.
Ο συγγραφέας της βιβλιογραφίας είναι σχολικός σύμβουλος και  πρωτίστως ενδιαφέρεται να ετοιμάσει σωστά τους εκπαιδευτικούς στην κριτική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών τους με τη σπουδή τους στον Χριστιανισμό και τη σωστή ενημέρωσή τους για τα άλλα θρησκεύματα του κόσμου μας.
Η σπουδή των άλλων θρησκευμάτων σημαίνει σεβασμό και ικανότητα συνύπαρξης με τη θρησκευτική  ετερότητα του άλλου, έμπρακτη αλληλεγγύη ευαισθητοποίηση και ώριμη τοποθέτηση των μαθητών απέναντι στο σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, με όπλα  τον υπερφυλετικό  υπερεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα του χριστιανικού μηνύματος.
Το υλικό του βιβλίου ,η πληθώρα των πηγών  που προτείνονται , είναι κατανεμημένο σύμφωνα με τα γενικά και ειδικά γνωστικά αντικείμενα του μαθήματος θρησκευτικών της Β’ Λυκείου,  για να χρησιμοποιηθεί ευκολότερα από τον θεολόγο του σχολείου. Επίσης έχουν προστεθεί έργα ,που δεν έχουν καθαρά θρησκειολογικό περιεχόμενο, σε μια προσπάθεια να κατανοηθούν σημερινά πολιτικοκοινωνικά παγκόσμια προβλήματα από τη σχολική τάξη.
 Και η Θρησκειολογική βιβλιογραφική πρόταση του κ. Α. Αργυρόπουλου θα μπορούσε κάλλιστα να επισφραγιστεί με τη φράση του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ότι το όραμα μιας οικουμένης με ειρήνη αλληλεγγύη και αγάπη παραμένει χρέος μας. 


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ  το Φλεβάρη του 2010.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ:Ενάντια στο νεφέλωμα του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος






ΑΝΔΡΕΑΣ Χ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών
ΣΕΙΡΑ: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή
ΑΘΗΝΑ 2009



Είναι πολλοί σήμερα οι χριστιανομαθημένοι θεολογούντες, που στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τις όποιες θεολογικές απόψεις τους, επικαλούνται συχνά την πατερική παράδοση. Βέβαια, αυτό που ξαφνιάζει όσους ακούνε και διαβάζουν τις απόψεις αυτών των θεολογούντων, είναι το γεγονός ότι η αναφορά τους στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, καταντά μια νεκρολογία, λες και είναι απλά ένα λείψανο του παρελθόντος, απ’ το οποίο οφείλουμε πάντα να πιανόμαστε. Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που θα ήθελα να τονίσω, για να ταράξω ολίγον τα λιμνάζοντα και θολά νερά στα οποία κολυμπούν, είναι ότι η σπουδή της ελληνορθόδοξης, γενικότερα, παράδοσης είναι μια συνέχεια, που ως λαός την κουβαλάμε στην πλάτη μας, δίχως πολλές φορές καν να το υποψιαζόμαστε. Συνέχεια, που ο αξέχαστος Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο, νοηματοδοτώντας την με τα εξής ξεκάθαρα και σταράτα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση – να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες», [Οι Ρωμιές, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σσ. 30-31].
Σε παλαιότερο άρθρο μου, δημοσιευμένο στον τοπικό και τον αθηναϊκό Τύπο, είχα υποστηρίξει ότι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών που κάθε χρόνο με «λαμπρότητα» γιορτάζει η εκπαιδευτική κοινότητα - κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση – αναπαράγει συνήθως τα συνήθη στερεότυπα περί ελληνοχριστιανικών ιδεών, όπως αυτά αυτούσια μας έχουν κληροδοτηθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, ή στη χειρότερη περίπτωση τον εντελώς ξένο προς το ήθος της πατερικής παράδοσης «ξύλινο» θεολογικό λόγο, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες δίδαξαν μια μακαριότητα του υπερπέραν. «Εορτή των γραμμάτων» όπως έχει χαρακτηριστεί, εδώ και δεκαετίες όπως ακριβώς γιορτάζεται, δυστυχώς δείχνει να μην έχει καταφέρει ακόμη να αναψηλαφήσει αυτό που καίρια η μακρόσυρτη παράδοση της Εκκλησίας με τη βιβλική και πατερική σκέψη προτάσσει: το ξεπέρασμα που θέλει την εκκλησιαστική ζωή να μην είναι στατική και παγιωμένη σε μια θρησκευτικότητα πολλές φορές υποκριτική, θρησκευτικότητα που συνήθως αναπαράγεται με τους πανηγυρικούς λόγους που κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου ακούγονται σε σχολεία και σ’ άλλες αίθουσες εκδηλώσεων. Από αυτούς, είναι φανερό αυτό, και θλιβερό συνάμα, απουσιάζει παντελώς το ελληνορθόδοξο αισθητήριο. Λέγονται κι ακούγονται σχεδόν τα ίδια πράγματα. Η λανθάνουσα αυτή λειτουργία, είναι τόσο έκδηλη, όχι μόνο στους πανηγυρικούς λόγους, αλλά και σ’ ολόκληρο το πρόγραμμα του εορτασμού. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι λίγες οι φορές, που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μα καλά τόσο δύσκολο είναι οι συμμετέχοντες να γευτούν το εξής απλό, αλλά άκρως σημαντικό γεγονός, ότι δηλαδή η πατερική κληρονομιά, την οποία τόσο πολύ ουκ ολίγοι χριστιανομαθημένοι θεολογούντες εκθειάζουν και για την οποία τόσο κόπτονται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ζωντανή μαρτυρία και ανάπτυξη των αρχεγόνων ριζών, οι οποίες μέσα στο περιρρέον πνευματικό και πολιτισμικό κλίμα όπου γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν, μπορούν να μπολιάσουν και το σημερινό κοσμοείδωλο της οικουμένης;
Προς επίρρωσιν των παραπάνω απόψεών μου θα επικαλεστώ το βιβλίο της Έφης Γαζή, Καθηγήτρια του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο: Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που εκδόθηκε το 2004 απ’ τις εκδόσεις Νεφέλη. Άκρως πρωτότυπος και προς κάθε κατεύθυνση ελεγκτικός ο τίτλος του βιβλίου, νομίζω ότι προσδιορίζει στο έπακρο αυτό που παραπάνω υποστηρίζω: η παλίρροια του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος φαίνεται ότι καλά κρατεί. Και το χειρότερο, τα συνθήματά της, δυστυχώς, εμφανίζονται ακόμη και σήμερα, ως εγκύστωμα ενός εθνικού παρελθόντος με δεκανίκια προς κάθε κατεύθυνση, πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, θεολογική, ιστορική. Όσοι μελετήσουν το βιβλίο της Έφης Γαζή, πέραν του ότι θα παρακολουθήσουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία για το πώς καθιερώθηκε το σχήμα των γνωστών Τριών Ιεραρχών, θα έχουν το ακριβό προνόμιο, μέσα από το στιβαρό αφηγηματικό λόγο της ιστορικού συγγραφέως, με όσα αυτός, χάρη στις ενδιαφέρουσες επιστημολογικές μεθόδους της Ιστορίας ερωτήματα θέτει, να αναψηλαφήσουν το εξής γεγονός: γιατί η μετακίνηση της χριστιανικής τριανδρίας από το εκκλησιαστικό στο εθνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ανέδειξε ένα από τα ισχυρότερα και πλέον διάσημα σύμβολα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σύμβολα που ουκ ολίγοι παρ’ ημίν θεολόγοι, κληρικοί και άλλοι γραφικοί «θεολογούντες», σθεναρά προτάσσουν, μεταλλάσσοντας τη ζώα εν Αγίω Πνεύματι παράδοση της Εκκλησίας, σε «μάθημα πατριδολογίας», όπως έλεγε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Τη βαθύτατη τούτη, εκκλησιολογική θα ‘λεγα, παρέκκλιση καυτηριάζει σ’ ένα άρθρο του ο Παντελής Καλαϊτζίδης, γνωστός συνάδελφος θεολόγος, από το πρωτοποριακό έργο που κάνει στη Θεολογική Ακαδημία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Γράφει σ’ ένα άρθρο του: «Δεν υπάρχει δεσποτική η θεομητορική εορτή, εορτή αγίου ή μάρτυρα που να μην σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιο σημαντικό εθνικό γεγονός ή με κάποιον εθνικοπατριωτικό συμβολισμό». Στο μακρύ κατάλογο των εορτών αυτών, που «μοιάζει ατελείωτος», «η Εκκλησία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτήν την τάση (πολλές από τις “διπλές γιορτές” καθιερώθηκαν πρόσφατα), αλλά μοιάζει να ευνοεί αυτήν την εξέλιξη πιστεύοντας ίσως πως έτσι βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και πως ασκεί αποτελεσματικότερη ποιμαντική», [βλ. «Ο πειρασμός του Ιούδα… Από την Ιστορία της Θείας Οικονομίας στην Ιστορία της Εθνικής Παλιγγενεσίας», Σύναξη τχ.79 (Ιούλιος Σεπτέμβριος 2001) 61-62].
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι παρόμοιο είναι και το σκηνικό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Όμως το «δράμα» της «εορτής των γραμμάτων» των Τριών Ιεραρχών, όπως αυτή συνεχώς εορτάζεται, με τη συνήθη αναπαραγωγή θεολογικών και ιστορικών στερεοτύπων, γυρεύει εναγώνια κάθαρση και λύση.
Ωστόσο, μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των βερμπαλιστικών κηρυγμάτων, είναι ευτύχημα που μια νέα γενιά θεολόγων, ιστορικών, κληρικών, μοναχών, διανοητών, καταφέρνει και προτάσσει ένα θεολογικό λόγο που βιώνει την υπαρξιακή αγωνία του μετανεωτερικού ανθρώπου και αναζητά απάντηση στα καίρια ερωτήματα ζωής, πέραν βέβαια από τα αυτονόητα του παρελθόντος.
Ο περσυνός πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε από το Σχολικό Σύμβουλο Θεολόγων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Ανδρέα Αργυρόπουλο, φρονώ ότι επαληθεύει την άποψη που θέλει την Εκκλησία και τη Θεολογία της να παραμένει πιστή στο «πνεύμα της οικουμενικότητας». Η έκδοση του πανηγυρικού σ’ ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι με τίτλο: Το επαναστατσικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, στη σειρά: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή, νομίζω ότι έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό. Κενό που δεν είναι άλλο, από το επίκαιρο και επαναστατικό μήνυμα που κομίζει η διδασκαλία των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας, ότι με βάση τη χριστιανική αυθεντικότητα, μπορεί ο σημερινός κόσμος να γεμίσει ελπίδα και να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας επιφανειακής πνευματικότητας, ενός ακίνδυνου χριστιανισμού και μιας χλιαρής πίστης. Διαρθρωμένο σε τέσσερες ενότητες το βιβλίο παρουσιάζει άρτια την αυθεντική χριστιανική πίστη, το ανοικτό πνεύμα, την κοινωνική ριζοσπαστικότατα και την επιστημονική συγκρότηση που είχαν οι Τρεις Ιεράρχες. Ταυτόχρονα στο βιβλίο γίνεται λόγος για τις θέσεις των τριών Πατέρων της Εκκλησίας έναντι των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως της κοινωνικής αδικίας. Από τον συγγραφέα τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι έχει πια περάσει η εποχή της επικριτικής απόρριψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Στα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα του σημερινού κόσμου, όπως είναι η φτώχεια, η πείνα, η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, (και τόσα άλλα), ο σύγχρονος κόσμος έχει ανάγκη από θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες, των οποίων η χρηστικότητα μπορεί και πρέπει να δοκιμάζεται στην πράξη.
Ζητήματα όπως η παιδεία και η αγωγή των νέων ανθρώπων, με γνώμονα τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών γι’ αυτά, θίγονται από το συγγραφέα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Γράφει συγκεκριμένα: «τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι η αγάπη, ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού - μαθητή είναι σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής».
Το βιβλίο κλείνει μια παλαιότερη δημοσίευση του συγγραφέα με τίτλο: Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ενδεικτικά τα όσα υποστηρίζει: «Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν “ειρηνολογία”, δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η “ειρηνική συνύπαρξη” χωρίς περιεχόμενο. Η ειρήνη αν μείνει στα λόγια λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία».
Θα ήταν λειψή η παρουσίαση του βιβλίου, δίχως αναφορά στο προλογικό κείμενο, πράγματι κοφτερό στη γλώσσα και το ύφος, που έχει γράψει ο Θανάσης Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας και Αρχισυντάκτης του γνωστού και μαχητικού περιοδικού Σύναξη. Μια παρατήρηση μόνο στα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας: «Τι νόημα έχει μια θεολογία που δεν γίνεται πράξη; Μα, και τι νόημα έχει μια θεολογία που κραδαίνεται σαν όπλο κατά των απίστων και δεν ζυμώνει αυτούς που τη διατυπώνουν;». Νομίζω ότι είναι πια καιρός η γόνιμη αναμέτρησή μας με τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, να εδραστεί επάνω στο πεδίο αποφυγής της παγίδας, όπου καίριες αλήθειες της ορθόδοξης θεολογίας, της θεολογίας των Τριών Ιεραρχών, όπως αποκάλυψη, θεοφάνειες, τρόπος ζωής και πολιτισμός ταυτίζονται με την ατομιστική και εγωκεντρική υπόθεση της θρησκείας. Όχι τίποτε άλλο, όποιος θέλει να επιβάλλει το ιδανικό αυτό της θρησκείας, να το πει καθαρά και ξάστερα, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Όμως θα ήταν απαράδεκτη σύγχυση και παραμόρφωση να θεωρηθεί, ότι αυτή η ιδεολογία εκφράστηκε στην παράδοση και ότι αυτόν τον στόχο έχει η επιστημονική έρευνα και η οργάνωση οποιασδήποτε αγωγής και παιδείας, αλλά και η προοπτική της θεολογίας. Με μια τέτοια θεολογία ένα είναι σίγουρο. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι «θεολογία άπραγη και διακοσμητική, που κάνει τον άνθρωπο μαχαιροβγάλτη». 




Εφημερίδα "Αιολικά Νέα"

Αργυρόπουλου Ανδρέα :Χριστιανοί και πολιτική δράση στην περίοδο της Δικτατορίας




Ανδρέα Χ. Αργυρόπουλου, Χριστιανοί και πολιτική δράση στην περίοδο της Δικτατορίας

Κυκλοφόρησε πριν τα Χριστούγεννα ένα βιβλίο που αναφέρεται στην πολιτική δράση των χριστιανών την περίοδο της δικτατορίας. Είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο, που έρχεται να καλύψει ένα κενό και να δείξει στον ελληνικό λαό, και τη νέα γενιά ιδιαίτερα, ότι υπήρχαν χριστιανοί την περίοδο εκείνη που αντιστάθηκαν στη δικτατορία, απολύθηκαν από την μόνιμη εργασία τους, διώχθηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν στην Γυάρο.
Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο θεολόγος καθηγητής Ανδρέας Αργυρόπουλος, που σημειώνει στον πρόλογό του: «Η χρεωκοπία των ιδεολογιών και η αποτυχία των κοινωνικών πολιτικών συστημάτων να δώσουν λύση στα κοινωνικά προβλήματα προκάλεσαν τη στροφή των ανθρώπων στην μεταφυσική, παραμερίζοντας το ενδιαφέρον τους για την πολιτική και τις όποιες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Έτσι, μεγάλο κομμάτι του κόσμου στρέφεται στην παραθρησκεία, στις αιρέσεις, καθώς επίσης και στην Ορθοδοξία. Αρκετοί θριαμβολογούν μιλώντας για τη νίκη της πίστεως κατά της αθεΐας κάνοντας ταυτόχρονα μνεία στην κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Δεν έχουν αντιληφθεί όμως ότι πολλοί από τους επανακάμψαντες στην Εκκλησία εκλαμβάνουν τον Χριστιανισμό σαν θρησκευτικό μέγεθος με πνευματικές ή ακόμη και μαγικές προεκτάσεις. [ ]
Ηθελημένα αγνοείται από πολλούς ο ιστορικός και κοινωνικός χαρακτήρας της Εκκλησίας και η παρουσία και ο ρόλος των χριστιανών σε κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες από παλαιότερα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Όποιος αναφέρεται σε τέτοια ζητήματα θεωρείται «εκτός εποχής», γίνεται αντικείμενο σαρκασμού και περιφρόνησης. Σ’ αυτό, όπως προείπαμε, βοηθάει και η σημερινή συγκυρία. Όμως τέτοιες αντιλήψεις υπήρχαν δυστυχώς πάντοτε. Το συγκεκριμένο θέμα δεν επιλέχθηκε τυχαία, αλλά στο πλαίσιο των παραπάνω διαπιστώσεων. Αποτελεί μια απόπειρα διερεύνησης του ερωτήματος για τη σχέση μεταξύ Ορθοδόξου τρόπου ζωής και Πολιτικής, για τη σχέση μεταξύ Χριστιανισμού και Πολιτικής. [ ]
Τέτοια δραστηριοποίηση συναντάμε από τότε που η Εκκλησία εισέρχεται στο κεντρικό ιστορικό προσκήνιο. Παράδειγμα αποτελεί η κοινωνικοπολιτική δραστηριότητα πολλών Πατέρων της Εκκλησίας. Στον αιώνα μας γνωστή είναι η κριτική που άσκησαν χριστιανοί διανοούμενοι τόσο στον Μαρξισμό όσο και στον Καπιταλισμό, προβάλλοντας παράλληλα τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση μιας χριστιανικής κοινωνίας. Επίσης, ενώ είναι γνωστή η συνοδοιπορία πολλών χριστιανικών δυνάμεων με την άνοδο του Φασισμού και του Ναζισμού, υπάρχει περιορισμένη πληροφόρηση, δυστυχώς, για τους Χριστιανούς εκείνους, λαϊκούς και κληρικούς, στα μέσα του αιώνα που αντιστάθηκαν σ’ αυτά τα καθεστώτα με τίμημα ακόμη και την ίδια τη ζωή τους. Λίγο γνωστή είναι επίσης και η συμμετοχή Χριστιανών στις παγκόσμιες κινητοποιήσεις του Μάη του 1968. Η περίπτωση όμως της πολιτικής Θεολογίας σ’ όλες τις μορφές της, όπως η λεγόμενη Θεολογία της Απελευθέρωσης, η Μαύρη Θεολογία, η Θεολογία της Επανάστασης, κλπ. είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό θέμα κοινωνικοπολιτικής παρέμβασης Χριστιανών που απασχόλησε τον αιώνα μας. [ ]
Σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο μπορούμε να διαπιστώσουμε απόπειρες ενός κριτικού πολιτικού λόγου και στοιχειώδους άρθρωσης ενός πολιτικού προτάγματος στις αγωνιστικές μορφές του Μακρυγιάννη, του Απόστολου Μακράκη για την ελληνική κοινωνία του 19ου αι. ή κατόπιν του Μαρίνου Αντύπα. Όσο κι αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τις προθέσεις ή το τελικό αποτέλεσμα, τα πρόσωπα αυτά προσπάθησαν σε μια κριτική προοπτική να συγκεκριμενοποιήσουν μια χριστιανική κοινωνική πράξη. Περαιτέρω, πρέπει κανείς να αναφέρει τη συμμετοχή των μελών της Εκκλησίας στην Εθνική Αντίσταση, τους επiσκόπους Ηλείας Αντώνιο, Σάμου Ειρηναίο και Κοζάνης Ιωακείμ και τον ηγούμενο αντάρτη αρχιμανδρίτη Γερμανό Δημάκο –γνωστό και ως π. Ανυπόμονο– κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Στη συνάφεια αυτή ανήκουν, όσον αφορά τον αντιδικτατορικό αγώνα, και οι πολιτικοποιημένοι χριστιανοί –μέλη κυρίως της «Χριστιανικής Δημοκρατίας» (Χ.Δ.) με πρόεδρο το Νίκο Ψαρουδάκη κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974)– τη στιγμή μάλιστα που το σύνολο σχεδόν της Διοίκησης της Εκκλησίας και των θρησκευτικών οργανώσεων είχαν ταυτιστεί ολοκληρωτικά με το δικτατορικό καθεστώς…»
Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι η έρευνα και παρουσίαση της δράσης των πολιτικοποιημένων χριστιανών ενάντια στο καθεστώς της επταετούς δικτατορίας. Το όλο ζήτημα συνιστά μια ειδικότερη πτυχή του ερωτήματος για τη σχέση Ορθοδοξίας και Πολιτικής, δηλαδή της σχέσης της Εκκλησίας μ’ ένα δικτατορικό καθεστώς που παρουσιάστηκε περιβεβλημένο και με χριστιανικό ένδυμα.
Το βιβλίο έχει 154 σελίδες και χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο «Εκκλησία, οργανώσεις και έντυπα κατά τη δικτατορία», γίνεται μια παρουσίαση της στάσης της Διοίκησης της Εκκλησίας αλλά και των θρησκευτικών οργανώσεων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, αυτό κρίθηκε απαραίτητο προκειμένου να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση του εκκλησιαστικού κλίματος της εποχής, αλλά και του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος, παρά την ύπαρξη του οποίου οι Χριστιανοσοσιαλιστές επέλεξαν να αντιταχθούν στη δικτατορία. Στο δεύτερο κεφάλαιο « Η πρώτη φάση του αντιδικτατορικού αγώνα των πολιτικοποιημένων χριστιανών», παρουσιάζονται οι απέλπιδες προσπάθειες του Νίκου Ψαρουδάκη, αλλά και άλλων στελεχών του κινήματος, προκειμένου να ευαισθητοποιήσουν τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο αλλά και άλλους Ιεράρχες για όσα συμβαίνουν και να τους θέσουν προ των ευθυνών τους, απόπειρα που απέτυχε. Επίσης, αναφέρεται η αντίθεση του Ν. Ψαρουδάκη και της Χ.Δ. στο Σύνταγμα που πρότεινε η Δικτατορία. Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο, «Δεύτερη φάση της αντιδικτατορικής δράσης των χριστιανών: Ιανουάριος 1970 - Μάρτιος 1972» και «Τρίτη φάση του αντιδικτατορικού αγώνα – η τελική ρήξη και ο καταλυτικός ρόλος της «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ», γίνεται η παρουσίαση των αγώνων και της δράσης των Ελλήνων Χριστιανοκοινωνιστών καθώς και των διώξεων που υπέστησαν. Την εποχή αυτή αρχίζει να εκδηλώνεται στο θεολογικό χώρο της πατρίδας μας μια πρώτη αποδοχή των θέσεων της Χ.Δ. Παράλληλα, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τη θεολογικοπολιτική παρουσία του Κινήματος από ομάδες, κινήσεις και προσωπικότητες του εξωτερικού, που ανήκουν σε όλα τα χριστιανικά δόγματα. Το πέμπτο κεφάλαιο, «Τέταρτη φάση του αντιδικτατορικού αγώνα των πολιτικοποιημένων χριστιανών –ο Ψαρουδάκης στη Γυάρο– πτώση της Δικτατορίας», αναφέρεται στην οριστική ρήξη της Χ.Δ. με το καθεστώς. Η εφημερίδα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ κλείνει και ο ηγέτης του Κινήματος Νίκος Ψαρουδάκης φυλακίζεται και εξορίζεται στη Γυάρο.

Θεσσαλονίκη 9-1-2005
            ΑΝΑΝΙΑΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

(Περιοδικό ΑΡΔΗΝ τ.52-53, 2005)





Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΗΦΙΔΑ (εκδόσεις - βιβλιοπωλείο ΑΡΜΟΣ), Μαυροκορδάτου 7, Τ. Κ. 10678 ΑΘΗΝΑ, τηλ.: 2103304196, φαξ: 2103819439,

πρωτοπρ. Αντώνιος Καλλιγέρης: για το βιβλίο «Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) »


Πρώτη δημοσίευση,περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ  τ.99



 

 

Aνδρέας Αργυρόπουλος: «Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974) »

Εκδ. Ψηφίδα, Αθήνα 2004, σελ 154



  Η πολιτική είναι ένας χώρος σχεδόν ανεξερεύνητος από τη θεολογική έρευνα και σπουδή παρά τις πολύ σημαντικές εργασίες[1] που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από σπουδαίους θεολόγους. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμα περισσότερο και για την έρευνα της πολιτικής δράσης των Χριστιανών.
  Η πραγματικότητα αυτή δεν είναι δυσεξήγητη. Ο στίβος της πολιτικής και της πολιτικής δράσης δεν ήταν ιδιαίτερα προσφιλής στους χριστιανούς παρά την προσωρινή δραστηριοποίηση νέων Ορθοδόξων στις δεκαετίες του ’60,του ’70 και των αρχών του ’80.
  Ο φόβος της εκκοσμίκευσης, η δυτικότροπη διάκριση της πνευματικότητας από τα κοινωνικά προβλήματα, ο φόβος της αλλοτρίωσης από τα πολιτικά πάθη είναι μερικές από τις αιτίες.
   Γνωρίζοντας τις ( σε πολύ γενικές γραμμές) δυσκολίες αυτές δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολή ότι το βιβλίο του Αν.Αργυρόπουλου έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό σπουδής στους χώρους που προαναφέραμε. Το ενδιαφέρον του γίνεται ακόμα μεγαλύτερο εάν αναλογιστούμε ότι ο συγγραφέας αναμετριέται με ένα από τα ακανθωδέστερα προβλήματα του νεοελληνικού εκκλησιαστικού βίου .
   Η πρωτοτυπία της έρευνας βρίσκεται και στην καταγραφή της αντιστασιακής δράσης νέων ορθοδόξων χριστιανών η οποία αποτελεί μια άγνωστη και παραμελημένη ( από πολλές πλευρές) πτυχή του γενικότερου αντιστασιακού κινήματος κατά της δικτατορίας.
  Το υλικό πάνω στο οποίο δομεί την εργασία του, πέρα από τη βιβλιογραφία είναι αρχειακό ( εφημερίδες της εποχής, φυλλάδια που κυκλοφόρησαν παράνομα το ίδιο χρονικό διάστημα, εγκύκλιοι Μητροπολιτών, εφημερίδες των Μητροπόλεων κ.ά). Κύρια πηγή είναι τα φύλλα της εφημερίδας «Χριστιανική» που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη στην οποία δημοσιεύτηκε ο κύριος όγκος των άρθρων των χριστιανών που αντιστάθηκαν στο ανελεύθερο καθεστώς.
  Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια:
 Στο πρώτο περιγράφει ( με βάση τα έντυπα των Μητροπόλεων και τις εφημερίδες της εποχής) τη σχέση Διοικούσας Εκκλησίας με το δικτατορικό καθεστώς. Στο δεύτερο καταγράφεται η προσπάθεια του εκδότη της «Χριστιανικής» Νικ.Ψαρουδάκη και άλλων στελεχών των αντιστασιακών χριστιανών οι οποίοι προσπαθούσαν να πείσουν κληρικούς και λαϊκούς σε ενεργή αντιστασιακή δράση. Στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η δράση αλλά και τα θεολογικά επιχειρήματα του αντιδικτατορικού αγώνα ο οποίος κορυφώνεται με το κλείσιμο της εφημερίδας και τις διώξεις των πολλών αντιστασιακών νέων ( γεγονότα που περιγράφονται στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου).
  Ιδιαίτερη αξία κατά την άποψή μας έχει το παράρτημα με το οποίο ολοκληρώνεται το βιβλίο μια και μας δίνει μια πραγματική γεύση  από τον αγώνα των νέων χριστιανών.
    Η έρευνα ( η οποία έχει κριθεί επιστημονικά από τη Θεολογική Σχολή του Αριστ.Πανεπιστημίου  Θεσσαλονίκης) δεν έχει απολογητικό χαρακτήρα. Θα πρόσθετα ότι είναι καρπός μια μακροχρόνιας συζήτησης που ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 όταν με αφορμή την αντίδραση κληρικών και λαϊκών θεολόγων στις δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής, το Χριστιανομαρξιστικό διάλογο που ξεκίνησε στη Γαλλία (για να φθάσει στην πατρίδα μας δεκαπέντε χρόνια αργότερα) τέθηκαν πολλά ερωτήματα μεταξύ αυτών και ο τρόπος αντίδρασης των Ελλήνων χριστιανών στην πρόσφατη (τότε) δικτατορία.
 Το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται. Αγγίζει πολλές πλευρές του καθημερινού μας βίου οι οποίες κάτω από το βάρος του σύγχρονου ατομικισμού χάνονται. Μερικές από τις πλευρές αυτές είναι η στάση των Ορθοδόξων χριστιανών απέναντι στις επιλογές του κράτους οι οποίες απαξιώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ( όπως η φτώχεια, ο ρατσισμός και η περιθωριοποίηση των αδυνάτων), η στάση μας απέναντι στις αλλαγές των πολιτικών συστημάτων και των συνεπειών πάνω στον καθημερινό άνθρωπο          ( όπως η αλλαγή νοήματος της εργασίας), ο τρόπος αντίστασης στα σενάρια πολέμου των ισχυρών κα. Παράλληλα τίθεται και ένα πολύ μεγάλο θέμα: πως αισθάνεται τον σύγχρονο ιερέα το ποίμνιο μας; Νοιώθουν ότι είμαστε κοντά τους; Αν όχι γιατί; Και κυρίως γιατί φαίνεται να αντλούμε πολλές φορές το κύρος της παρουσίας της Εκκλησίας στην κοινωνία από το παρελθόν και όχι από το παρόν;
   Πολλές πλευρές αυτών των ερωτημάτων θα τις δούμε σε αυτό το βιβλίο. Ο συγγραφέας τα αντιμετωπίζει με τόλμη, ψυχραιμία και αλήθεια.
   Δεν εκτρέπεται σε λαϊκισμούς υιοθετώντας άκριτα μια από τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις ανάλυσης. Αντίθετα μελετά το θέμα λαμβάνοντας υπόψη το ιδεολογικό πολιτικό και θρησκευτικό πλαίσιο που διαμορφώνει την εποχή και παράλληλα αναδεικνύει εκείνες τις μορφές που πραγματικά αντιστάθηκαν με το λόγο και το έργο τους παρουσιάζοντας ίσως για πρώτη φορά συστηματοποιημένα τα θεολογικά θεμέλια των επιχειρημάτων τους όπως αυτά καταγράφηκαν στην αρθρογραφία της εφημερίδας « Χριστιανική», στα φυλλάδια που έγραφαν οι νεολαιϊστικες χριστιανικές αντιστασιακές ομάδες καθώς και στα βιβλία των πρωταγωνιστών του χώρου αυτού όπως ο Ν.Ψαρουδάκης .
   Πρέπει εδώ να σημειώσουμε (κάτι που και ο συγγραφέας επισημαίνει) ότι η μελέτη της σχέσης Εκκλησίας και Πολιτικής εξουσίας δεν τελειώνει εδώ. Ανοίγει ένα ενδιάμεσο, κατά την άποψή μας, κεφάλαιο μιας μελέτης που πρέπει να ξεκινήσει από τον 18ο αιώνα να σταθεί αντίστοιχα και στη δικτατορία του Μεταξά και να φθάσει μέχρι τις ημέρες μας. Μια τέτοια προσπάθεια θα ολοκλήρωνε με τον καλύτερο τρόπο την μέχρι τώρα έρευνά του.




πρωτοπρ. Αντώνιος Καλλιγέρης



[1] Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε τον τόμο Η Ορθοδοξία ως Πολιτική Διακονία, που κυκλοφόρησε η Ι.Μ Αγ.Νεοφύτου στην Κύπρο, το βιβλίο του πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού Ορθοδοξία και Πολιτική ,το βιβλίο του Ι.Πέτρου Εκκλησία και Πολιτική, το βιβλίο του Μ.Μπέγζου Θεοκρατία ή Δημοκρατία και το αφιέρωμα στην Πολιτική από στο τεύχος 55  του περιοδικού «ΣΥΝΑΞΗ»



Χάρη Ανδρεόπουλου:για "Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών"




Η Ορθόδοξη Θεολογία μπορεί να αρθρώσει λόγο για την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας; Μπορεί να έχει άποψη και, άρα, πρόταση για μια καλύτερη Παιδεία; Μπορεί να διατυπώσει γνώμη για τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον μετανάστη; Σε κάποιους – ίσως στους περισσότερους - τα ερωτήματα αυτά μπορεί να μοιάζουν παράταιρα σε μια θεολογική και, άρα, πνευματική θεώρηση των πραγμάτων, ωστόσο, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Η Ορθόδοξη Θεολογία, όχι μόνο έχει θέση και άποψη για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα (ανισότητα, εκμετάλλευση) και προτάσεις που θα έδιδαν λύσεις σε «καυτά» θέματα της επικαιρότητας (φτώχεια, πείνα), αλλά, θα μπορούσε να πεί κανείς, ότι οι θέσεις αυτές είναι και επαναστατικές!

Παραμονές της μεγάλης γιορτής των Προστατών της Παιδείας και των Γραμμάτων μας, Τριών Ιεραρχών, ο Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, αγαπητός φίλος και εκλεκτός συνάδελφος Ανδρέας Αργυρόπουλος, θεολογώντας πέρα από τα στερεότυπα περί των ελληνοχριστιανικών ιδεών που συνήθως αναπαράγονται αυτές τις μέρες εν είδει αφιερώματος στην μνήμη των Τριών Ιεραρχών, με λόγο μεστό που προσαρμόζει το δυναμικό λόγο της Θεολογίας στις υπαρξιακές ανάγκες του μετανεωτερικού ανθρώπου, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η ζωή και η πρόταση ζωής που εξάγεται από το έργο των Τριών Ιεραρχών περικλείει ένα μήνυμα άκρως επίκαιρο και τα μάλα επανασταστικό! 

Σ’ ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε προσφάτως με τίτλο «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών», ο συγγραφέας, εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς θεολόγων και διανοητών, αναδεικνύει με τρόπο γλαφυρό τον επαναστατικό, πράγματι, λόγο των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας. Ενα λόγο o οποίος contra στη συμβατική θρησκευτικότητα της εποχής μπορεί, εκφράζοντας τη χριστιανική αυθεντικότητα, να προτείνει λύσεις και να δώσει κατευθύνσεις που θα γεμίσουν ελπίδα τον σύγχρονο άνθρωπο και θα τον απελευθερώσουν από τα δεσμά της σημερινής υποκρισίας η οποία είναι απότοκη ενός βολικού και, άρα, ακίνδυνου χριστιανισμού. 

Οι Τρείς Ιεράρχες δεν μπορούν να συμβιβασθούν με την υποκρισία των βολεμένων χριστιανών, υπογραμμίζει ο Ανδρέας Αργυρόπουλος, παραπέμποντάς μας στο Μεγάλο Βασίλειο: «Ξέρω πολλούς», λέει ο Μ. Βασίλειος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευσέβεια. Ενώ ούτε έναν οβολό δεν δίνουν στους θλιβομένους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή…». Ενώ μας παραπέμπει και στον επίσης καυστικό λόγο του Γρηγορίου του Θεολόγου, τον λέγοντα: «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού…». 

Στο βιβλίο γίνεται αναφορά για τις ριζοσπαστικές θέσεις των Τριών Ιεραρχών σε κοινωνικά θέματα, όπως π.χ. για τη θέση των Μ. Βασιλείου και Ιωάννη Χρυσοστόμου οι οποίοι θεωρούν ότι η κοινοκτημοσύνη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και προτείνουν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, όπου όλα ήταν κοινά, σαν πρότυπο για μια δίκαιη οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών. Παράλληλα, ο συγγραφέας μαζί με τις πολλές άλλες αναφορές σε έργα τους, επικαλείται την άποψη του μεγαλύτερου ρώσου διανοητή του 20ου αιώνα, του Νικόλα Μπερντιάεφ, ο οποίος αναφέρει ότι στον Μ. Βασίλειο, όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Κάρλ Μάρξ να χλωμιάσουν… 

Για τις κοινωνικές ανισότητες μιλάει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Δεν αποτελούν», λέει, «θέλημα Θεού» και εξηγεί: «O Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίσθηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίσθηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς, όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στη κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού». 

Χωριστή ενότητα για την θετική στάση των Τριών Ιεραρχών απέναντι στη ανθρωπιστική διάσταση της Παιδείας, ακόμη και στην έγνοια τους για τον σωστό σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων, αφιερώνει ο συγγραφέας, προτείνοντας επιτακτικά αλλαγή πλεύσης από το σημερινό χρησιμοθηρικό εκπαιδευτικό σύστημα που καταδυναστεύει τους νέους. 

Η σειρά των άρθρων ολοκληρώνεται με ένα παλαιότερο δημοσίευμα του Ανδρέα Αργυρόπουλου αναφορικά με τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών για την ειρήνη και τον πόλεμο, όπου τονίζεται ότι προϋπόθεση για την επικράτηση της ειρήνης στις σχέσεις των ανθρώπων είναι η αγάπη, όχι σαν θεωρητικολογία, αλλά ως στάση ζωής. Η ειρήνη, αν μένει μόνο στα λόγια, λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία. 

Το βιβλίο προλογίζει ο Δρ. Θεολογίας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη», Θανάσης Παπαθανασίου, επισημαίνοντας κι’ αυτός από τη πλευρά του, ότι επειδή μια θεολογία άπραγη δεν έχει νόημα, αν δούμε τους Τρεις Ιεράρχες σαν είδωλα, ή σαν γκουρού, τότε τους χάσαμε… 
28 Ιανουαρίου 2010

Ανδρέα Αργυρόπουλου:για μια Χριστιανική Πολιτική Παρέμβαση








ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Θεολογικές Προϋποθέσεις



Πολλές είναι οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις, άλλοτε καλοπροαίρετες και άλλοτε κακόβουλες, που ακούγονται σε κάθε περίπτωση παρουσίας χριστιανικής πολιτικής προσπάθειας. Οι κυριώτερες από αυτές είναι οι εξής:
  1. Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να αναμειγνύονται με την πολιτική διότι η πολιτική είναι ανήθικη.
  2. Εάν δημιουργηθεί χριστιανική πολιτική κίνηση ο Χριστιανισμός γίνεται ιδεολογία.
  3. Σε περίπτωση πολιτικών λαθών, τα λάθη χρεώνονται στο Χριστιανισμό προκαλώντας το σκανδαλισμό του κόσμου.
Οφείλουμε λοιπόν κάποιες εξηγήσεις σε όλα αυτά και θα προσπαθήσουμε να τις δώσουμε, όσο το δυνατόν, καλύτερα.
Όποιος γνωρίζει λίγο την «θρησκευτική κατάσταση» στην Ελλάδα ξέρει ότι οι διαφωνούντες με μια χριστιανική ριζοσπαστική παρέμβαση λόγω της πρώτης ένστασης, ανήκουν σε δυο κατηγορίες ανθρώπων:
Η πρώτη κατηγορία, άνθρωποι ακροδεξιών πολιτικά θέσεων, οι αντιρρήσεις των οποίων μάλλον εκ του πονηρού είναι. Αυτό αποδεικνύεται από την ιστορική παρουσία αυτών των προσώπων ή ομάδων που στήριξαν ό,τι πιο αντιδραστικό (π.χ. Χούντα), εξευτελίζοντας κάθε χριστιανική αξία, «κάνοντας πολιτική» με το χειρότερο τρόπο. Είναι οι άνθρωποι αυτοί που δε θα είχαν πρόβλημα να χρησιμοποιήσουν το όνομα του Χριστιανισμού ή τα όποια θρησκευτικά στοιχεία για λόγους επικοινωνιακής και ιδεολογικής πολιτικής1.
Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται κυρίως από «α-πολίτικους» χριστιανούς, που όμως δε διστάζουν σε κάθε περίπτωση να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε «πολιτικό μέσο» για τη διευκόλυνσή τους, «επιχειρηματολογώντας» με τη γνωστή ρήση: «έτσι είναι τα πράγματα». Οι ρίζες του προβλήματος των «α-πολίτικων» χριστιανών βρίσκονται στη θεολογία με την οποία ανατράφηκαν και με την οποία δυστυχώς πολλές γενιές στην Ελλάδα μεγάλωσαν.






 «Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ»

Ξεκινώντας λοιπόν, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι ξεκάθαρο ότι «πολιτικόν γαρ και συναγελαστικόν ζώον ο άνθρωπος», (Μ. Βασίλειος). Ο πιστός δεν ζει εκτός κοινωνίας, αλλά μετέχει στα «της πόλεως». Διαλέγεται, προτείνει, κρίνει, αποφασίζει. Σκοπός του πιστού είναι η μεταμόρφωση και ο καθαγιασμός του κόσμου, ως εκ τούτου σε καμμιά περίπτωση δεν αδιαφορεί για την πορεία της ανθρωπότητας. Ο χριστιανός δεν δικαιούται να βρίσκεται εκτός ιστορίας. «Ο Χριστός παγκόσμια συμπόνια δρασκελίζει τη γη»2. Η Καινή Διαθήκη ακολουθώντας την «γραμμή» της Παλαιάς αναγνωρίζει την ύπαρξη πολιτικής εξουσίας στην οποία ο χριστιανός οφείλει να υπακούσει μόνο όμως, όταν η εξουσία υπηρετεί το θέλημα του Θεού, διαφορετικά έρχεται σε ρήξη μαζί της. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ακολουθώντας το δρόμο των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, συγκρούστηκαν κατ’ επανάληψη με το πολιτικό κατεστημένο της εποχής τους, κατήγγειλαν τους πλουτοκράτες, την εκμετάλλευση των συνανθρώπων τους, την μεροληπτική νομοθεσία, την ανηθικότητα των δικαστών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι «ο Ιωάννης ο Χρυσόστομο βάδισε καρτερικά το δρόμο της εξορίας και πέθανε πολιτικός εξόριστος, γιατί αρνήθηκε να μεταβάλει το νέο ήθος σε στείρα θρησκευτικότητα που θα αδιαφορούσε για τη δικαιοσύνη και την αρετή… Οι Τρεις Ιεράρχες έκλεισαν τα αυτιά στις σειρήνες του συμβιβασμού και της υποτέλειας»3. Σε όλους τους αιώνες της ιστορικής παρουσίας του Χριστιανισμού συναντάμε πολλές προσωπικότητες με κοινωνική παρουσία αλλά και πολιτική δράση. Στον αιώνα μας εκατοντάδες θεολογικά έργα αναφέρονται στη σχέση θεολογίας και πολιτικής, ενώ χιλιάδες είναι οι χριστιανοί μάρτυρες, θύματα κάθε είδους ολοκληρωτισμού και δικτατοριών. Δυστυχώς στις μέρες μας πολλά από αυτά έχουν ηθελημένα ξεχαστεί. Η σωτηρία για πολλούς Ορθοδόξους νοείται ατομικά. Η Εκκλησία θεωρείται χώρος ατομικής ανάπαυσης και όχι δυναμική στάση ζωής, τόπος βολέματος και όχι διακονίας. Η πνευματικότητα για πολλούς έχει ταυτισθεί με την «απάθεια» των ανατολικών θρησκειών. Η χριστιανική εσχατολογία έχει υποκατασταθεί με την προσδοκία μιας μεταθανάτιας ατομικής αμοιβής για τη μέχρι τότε πορεία «ηθικών προδιαγραφών». Ο αείμνηστος καθηγητής Ν. Νησιώτης μας θυμίζει όμως ότι «η χριστιανική ηθική δεν μόνον υπόθεσις των επιμέρους ατόμων προς σωτηρίας των ψυχών των δια έναν άλλον κόσμον, αλλά και συνεχής έλεγχος και προσπάθεια αλλαγής των διαρθρώσεων και υπερδιαρθρώσεων μιας εκμεταλλευτικής του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας»4.
Για κάποιον που έχει απλές γνώσεις ορθόδοξης θεολογίας είναι ξεκάθαρο ότι η σωτηρία μας εξαρτάται από τη σωτηρία του διπλανού μας. Πολύ ωραία τοποθετεί το θέμα ο Κάλλιστος Ware: «στην έσχατη Κρίση δεν θα ρωτηθώ πόσα συνέδρια παρακολούθησα, πόσους λόγους έβγαλα, πόσες μετάνοιες έκανα κατά την διάρκεια των προσευχών μου, πόσο αυστηρά νήστεψα. Μα θα ρωτηθώ: Αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, ρούχα στους γυμνούς, αν φρόντισα τους αρρώστους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους. Αυτά είναι όλα που θα ρωτηθώ. Ο δρόμος για το Θεό βρίσκεται μέσα από την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους και δεν υπάρχει κανένας άλλος δρόμος»5. Σε μια εποχή που τα θύματα της ανεργίας, της πείνας, των ναρκωτικών, του ρατσισμού είναι χιλιάδες, ο χριστιανός δεν έχει απλά δικαίωμα αλλά καθήκον να παλαίψει για την σωτηρία του Άλλου. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εξαθλίωση των συνανθρώπων του. Και για τα θύματα μιας συγκεκριμένης πολιτικής όπως τα παραπάνω, μόνο πολιτικά μπορεί να παρέμβει. «Η Εκκλησία είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσει και την ιστορική της αποστολή στον κόσμο, αφού και οι πιστοί της ζουν μέσα στον κόσμο και υπόκεινται στις συνέπειες των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών... Πέρασε πλέον η εποχή που η Εκκλησία έβλεπε την πολιτική σαν μια βρώμικη υπόθεση και καλούσε τους πιστούς της να απέχουν από τις ιστορικές εξελίξεις»6.
Θα πουν κάποιοι: «Μήπως παραθεωρείται ο προσωπικός πνευματικός αγώνας του Χριστιανού;». Όχι, η κοινωνική και πολιτική δράση δεν αναιρεί την προσωπική προσπάθεια του πιστού, είναι η φυσική της συνέχεια. «Το κοινωνικό είναι μια διάσταση του πνευματικού»7 λέει ο Ολιβιέ Κλεμάν και συνεχίζει: «Η τραγωδία του Χριστιανισμού είναι ότι έχασε τη μυστηριακή διάσταση του κοινωνικού. Στους δύο πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, η κοινωνική διάσταση ήταν σαν ένα «μυστήριο του αδελφού». Οι Πατέρες της Εκκλησίας ασχολήθηκαν πολύ με το κοινωνικό πρόβλημα, χωρίς να απολυτοποιούν το κοινωνικό, αλλά βλέποντάς το σαν μια πτυχή της αγάπης που πρέπει να έχει ο ένας για τον άλλο»8. Εδώ πρέπει να ομολογήσουμε πως σε μια κοινωνικοπολιτική χριστιανική προσπάθεια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να απολυτοποιηθεί το κοινωνικό. Έχουμε πάμπολλα τέτοια παραδείγματα από την εμπειρία του Δυτικού κυρίως Χριστιανισμού. Έχουμε όμως και πολλές περιπτώσεις όπου κρατήθηκαν πολύ επιτυχημένα οι ισορροπίες μεταξύ πνευματικού και κοινωνικού. Ο καθηγητής Γ. Πατρώνος αναφέρει: «έχει δημιουργηθεί η λανθασμένη εντύπωση, πως μια βαθιά πνευματική ζωή αντίκειται σε μια συνεπή κοινωνική δραστηριότητα... Η διάζευξη μεταξύ «σωματικού» και «πνευματικού», «ιστορικού» και «εσχατολογικού», «ατομικού» και «κοινωνικού» είναι εντελώς ξένη προς τη μεσσιανική αποστολή του Ιησού Χριστού»9. Ο Χριστιανός αρνούμενος την πολιτική στράτευση που εμπνέεται από τις ευαγγελικές αρχές έρχεται σε αντίθεση με τα όσα πράττει σε προσωπικό επίπεδο. Κάποιος π.χ., που λέει πως βιώνει την άσκηση και την ταπείνωση, πώς μπορεί να αποδέχεται ένα πολιτικό σύστημα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αδικίας; Ένας άνθρωπος που πιστεύει στην ελευθερία του Χριστού, πώς μπορεί να ανέχεται ή το χειρότερο να συνεργάζεται με ένα αυταρχικό ή δικτατορικό καθεστώς; Δυστυχώς κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας στην πατρίδα μας (1967-1974) ζήσαμε αυτή την τραγωδία. «Πνευματικοί» άνθρωποι υπήρξαν στυλοβάτες των δικτατόρων10.
Η χριστιανική πολιτική δράση είναι μια πρόκληση και οι προκλήσεις πάντα μας αρέσανε. Στο κάτω – κάτω, θα κάνουμε «αντί-ιστορία». «Δεν θα αφήσουμε την ιστορία στους Ηρώδες και τους Πιλάτους»11.







Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ «Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ»

Πολλοί προβάλλουν αντιρρήσεις στην παρουσία μιας χριστιανικής πολιτικής οργάνωσης με το εξής σκεπτικό. Τα όποια πολιτικά λάθη της οργάνωσης αυτής χρεώνονται στο Χριστιανισμό προκαλώντας τον σκανδαλισμό πιστών και απίστων. Με τη λογική αυτή όμως, καμμιά οργανωμένη χριστιανική προσπάθεια δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιεί το χριστιανικό τίτλο. Μια φιλανθρωπική κίνηση, μια εκδοτική απόπειρα μια ιεραποστολική αδελφότητα, μια ένωση νέων ανθρώπων ... όλοι αυτοί αν ακολουθήσουν την παραπάνω λογική οφείλουν να αποφύγουν τη χρησιμοποίηση του χριστιανικού ονόματος γιατί σε περίπτωση που θα κάνουν κάποιο λάθος, θα προκαλέσουν σκανδαλισμό. Το περίεργο στην υπόθεση είναι πως οι ενιστάμενοι για τη χρησιμοποίηση στο χώρο της πολιτικής του χριστιανικού ονόματος, δεν έχουν κανένα πρόβλημα όταν χρησιμοποιείται από άλλες προσπάθειες (Μαθητικές Ομάδες, Φοιτητικές Κινήσεις, Αδελφότητες Θεολόγων κ.λπ.).
Εμείς με την σειρά μας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως ο χριστιανικός προσδιορισμός σε μια πολιτική κίνηση για εμάς είναι «σταυρός» που μας θυμίζει τις ευθύνες μας έναντι της ιστορίας του κόσμου και μας θυμίζει πως η πολιτική για τους χριστιανούς είναι χώρος διακονίας και όχι εξουσιαστικής επιβολής και καταδυνάστευσης των άλλων. Ο Χριστός λέγει: «ξέρετε, πως οι ηγέτες των εθνών ασκούν απόλυτη εξουσία πάνω τους και οι άρχοντες τα καταδυναστεύουν. Σ’ εσάς όμως δεν πρέπει να συμβαίνει αυτό αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει δούλος σας. Όπως κι ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήρθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει και να προσφέρει τη ζωή Του λύτρο για όλους» (Ματθ. 20, 25-28). «Ο Χριστιανισμός», έλεγε ο Nicolas Berdiaeff,, «είναι η θρησκεία του σταυρού... Στον πόνο αναγνωρίζει ένα βαθύτερο νόημα. Ο Χριστός μας προτρέπει να σηκώσουμε το σταυρό μας, να κρατήσουμε το βάρος του αμαρτωλού κόσμου. Για την χριστιανική συνείδηση, η πραγματοποίηση στη γη της Βασιλείας του Θεού, της επίγειας ευτυχίας και δικαιοσύνης χωρίς όμως σταυρό και πόνο είναι ένα φοβερό ψέμα»12.
Παρεμβαίνοντας ο χριστιανός πολιτικά γνωρίζει πως και λάθη θα κάνει και σε αντιφάσεις ίσως θα πέσει. Γνωρίζει όμως ότι δεν έχει την πολυτέλεια της «ουδετερότητας», όπως και γνωρίζει πολύ καλά πως «αλάνθαστοι» είναι μόνο αυτοί που δεν παίρνουν καμιά πρωτοβουλία, αρκούμενοι στη «διαρκή κριτική» που βέβαια δεν οδηγεί πουθενά. «Η χριστιανική σωτηρία περιλαμβάνει την πολιτική και ταυτόχρονα την ξεπερνά», λέει ο Ολιβιέ Κλεμάν και συνεχίζει: «δεν εννοούμε την «πολιτική των πολιτικών» παρόλο που καμιά φορά πρέπει να ξέρουμε να λερώνουμε τα χέρια μας. Ο Σάρλ Πεγκύ έλεγε για μερικούς χριστιανούς ότι έχουν χέρια καθαρά, μόνο που δεν έχουν χέρια»13.
Για μας, η ύπαρξη χριστιανικού τίτλου είναι θέμα ουσίας. Κάνει φανερές τις αφετηρίες μας αλλά και τους στόχους μας. Μας υπενθυμίζει την ταυτότητά μας. Ο δολοφονημένος αγωνιστής Αρχιεπίσκοπος του Σαλβαντόρ Όσκαρ Ρομέρο, απευθυνόμενος στους χριστιανούς της χώρας του που για να αγωνιστούν για την κοινωνική και εθνική απελευθέρωσή τους εντάσσονταν σε απελευθερωτικά κινήματα αθεϊστικών αρχών, έλεγε: «ας μην αφαιρούμε τη δύναμη του Χριστιανισμού από τους Χριστιανούς... Γιατί πιστεύετε ότι ο Χριστιανός αξίζει λιγότερο από την πολιτική; Γιατί δεν έχετε το θάρρος να δώσετε χριστιανικό περιεχόμενο στην οργάνωση στην οποία ανήκετε; Γιατί πρέπει να γίνετε σκλάβοι άλλων;»14. Την τελευταία τριακονταετία η εμπειρία χριστιανών που εντάχθηκαν σε σχήματα και ιδεολογίες ξένες προς την χριστιανική τους ταυτότητα έδειξε πως σ’ αυτούς τους σχηματισμούς αφομοιώθηκαν, περιθωριοποιήθηκαν, έγιναν ουραγοί, ξέχασαν τις αρχές τους, χρεώθηκαν τα ιστορικά λάθη των σχημάτων αυτών. Αυτό βέβαια σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει άρνηση συνεργασίας και συμπόρευσης των χριστιανών με άλλες πολιτικές δυνάμεις για ζητήματα που αφορούν όλους (π.χ., οικολογική καταστροφή, ανεργία κ.λπ.).





ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

Δεν είναι λίγοι αυτοί που ενίστανται στην απόπειρα μιας χριστιανικής πολιτικής παρουσίας, θεωρώντας ότι ο Χριστιανισμός θα μετατραπεί σε ιδεολογία. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως προαναφέραμε, προοδευτικοί χριστιανοί του δυτικού κόσμου (στις δεκαετίες ’60 –’70) προσπαθώντας να αποτινάξουν το βάρος από το ιστορικό λάθος της ένταξης και στήριξης των χριστιανών σε συντηρητικές ιδεολογίες, επέλεξαν την ένταξή τους σε ιδεολογίες της αριστεράς (π.χ. «Χριστιανοί για τον σοσιαλισμό»). Η επιλογή αυτή υπήρξε κατά γενική ομολογία αποτυχημένη. Εκτός των λόγων που προαναφέρθηκαν (αφομοίωση, χρέωση λαθών, περιθωριοποίηση κ.λπ.) το μεγάλο λάθος αυτών που ακολούθησαν το δρόμο αυτό, ήταν η αυτονόμηση του «κοινωνικού» από το «πνευματικό» και ο περιορισμός του Χριστιανισμού στα πλαίσια μιας νέας ιδεολογίας.
Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η άποψη του π. Γ. Μεταλληνού ότι «η τραγικότερη απ’ όλες μορφή ιδεολογικοποίησης του Χριστιανισμού είναι η ταύτισή του με μια συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία και ορισμένο κοινωνικό σύστημα. Δηλαδή, η πλήρης προσχώρηση των χριστιανών στα στρατόπεδα των σύγχρονων ιδεολογιών δεξιών ή αριστερών»15. Θα συμπληρώναμε πως το ίδιο τραγική είναι και η αντίληψη κάποιων χριστιανών περί «χριστιανικής ιδεολογίας».
Για εμάς ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ακόμη ιδεολογία ή ένα κοινωνικό σύστημα. Εμείς πιστεύουμε στην πολιτική διακονία των χριστιανών διότι, όπως γράφει ο Βλαντιμήρ Σολοβιώφ, «αποστολή όλων [των χριστιανών] είναι να συνεργαστούν, ώστε να πάψει η κοινωνία να είναι ένα χάος, μια πρόγευση της κόλασης, και να γίνει ένα προμήνυμα της ουράνιας αρμονίας, μια απαρχή του κόσμου που επεθύμησε ο Θεός και πρέπει να φιλοτεχνήσει με τη χάρη του Χριστού ο άνθρωπος. Έχοντας τέτοιο κοινό έργο, τέτοια αποστολή, κανένας δεν μπορεί να μείνει χωρίς συνείδηση για τα δικαιώματα αλλά και τα καθήκοντα που έχει ως πολίτης της μελλοντικής βασιλείας του Θεού και ως μέλος ενός γήινου κράτους. Η ισότητα που κηρύττει η επανάσταση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια κοινωνικής εφαρμογής της ζωής που καλούνται να ζήσουν όλοι οι μυρωμένοι χριστιανοί μέσα στην Εκκλησία»16.
Οι πολιτικοποιημένοι χριστιανοί ξέρουν καλά πως η Εκκλησία έχει σαν στόχο την πρόληψη και μεταμόρφωση όλων των πτυχών της ζωής μας, συνεπώς και της πολιτικής. Ένα χριστιανικό πολιτικό κίνημα πρέπει να διακρίνεται για τη διορατικότητα, την δυνατότητα να εμπνέει, να κρίνει καταστάσεις και γεγονότα χωρίς παρωπίδες και προκαταλήψεις, σεβόμενο την έννοια του προσώπου, όσο τίποτα άλλο. Πρέπει να εκτιμά κάθε φορά τις συγκυρίες, να αναλύει την πραγματικότητα και να δρα αναλόγως την περίπτωση. «Η πίστη» έγραφε ο καθηγητής Ν. Νησιώτης, δεν είναι ιδεολογικός, καταπιεστικός οδοστρωτήρας χωρίς την προϋπόθεση της αναλύσεως της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας και της άμεσης ανθρωπιστικής ανάγκης επί τόπου και σε μια συγκεκριμένη στιγμή»17. Ένα πολιτικό κίνημα πρέπει να βλέπει την πολιτική παρέμβαση «ως ιεραποστολική διαδικασία. Όχι υπό την έννοια της αλαζονικής αυτοπεποίθησης μιας πρωτοπορείας που απεργάζεται τη σωτηρία του πλήθους αλλά ως άνοιγμα της εκκλησιαστικής συνείδησης, ως παρουσίας και συμμετοχής στις οδύνες του κόσμου, ως εκφορά προς τα έξω (ή μάλλον προς παντού) ενός κριτικού λόγου, ο οποίος γεννάται ακριβώς από την εκκλησιαστική μας ταυτότητα»18.
Δυστυχώς πολλοί από αυτούς που αντιδρούν στη χριστιανική πολιτική παρουσία θεωρώντας την «ιδεολογία», ουσιαστικά υποκρίνονται. Η ιστορία δείχνει πως «η υπερβολική αντιϊδεολογική διάθεση είναι μια πρόφαση» και κατά βάθος, αυτοί όλοι «είναι ιδεολογικά τοποθετημένοι ή μυστικά νοσταλγούν κάποια ιδεολογία» (Ν. Νησιώτης).
Όπως η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει ιδεολογία, δεν μπορεί και να ακολουθεί απολίτικη στάση. Όλοι αυτοί που κόπτονται κατά της ενασχολήσεως των χριστιανών με την πολιτική και υπεραμύνονται της «πολιτικής ουδετερότητας», ουσιαστικά με τη στάση τους στηρίζουν τις κυρίαρχες σε κάθε περίπτωση ιδεολογίες. Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) ότι η Ορθοδοξία αγκαλιάζει τον άνθρωπο με όλα του τα προβλήματα, πμευματικά και βιωτικά και ότι θέλει να τον σώσει εντάσσοντάς τον σε μια καινούργοα «εν Χριστώ κοινωνία». Ξεχνούν (ή θέλουν να ξεχνούν) –γιατί έτσι τους βολεύει- ότι «ο χριστιανός είναι ο μεγαλύτερος επαναστάτης που υπάρχει, γιατί δεν υποτάσσεται σε καμιά γήινη ιδεολογία, κατέχει τη μεγάλη ελευθερία του Ιησού Χριστού, του Ελευθερωτή»19

1 Ι. Σ. Πέτρου, Χριστιανισμός και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων του Χριστιανισμού με την κοινωνία και τον πολιτισμό, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 338.
2 Κ. Μοσκώφ, Η Σάρκα Σου Όλη, Εξάντας, Αθήνα 1998, σ. 78.
3 Β. Π. Στογιάννου, Αποκάλυψη και Πολιτική, εκδ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 10.
4 Νικολάου Νησιώτη ,«Η απολογία της ελπίδος», περ. Θεολογία, Αθήνα 1975, σ. 23, (Ανάτυπον).
5 Κάλλιστου Ware ,Ενότητα και Μαρτυρία, εκδ. Κοινότητα Φοιτητών, Αθήνα 1985, σ. 8.
6 Γεωργίου Π. Πατρώνου, Εκκλησία και Κόσμος, εκδ. Ι. Μ. Θηβών και Λεβαδίας, Αθήνα 1983, σ. 45.
7 Ολιβιέ Κλεμάν, Ορθοδοξία και Πολιτική, εκδ. Μήνυμα, 1985, σ. 29.
8 Ό. π., σ. 41.
9 Εκκλησία και Κόσμος, σσ. 47-48.
10 Α. Χ. Αργυρόπουλου, Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της Δικτατορίας (1967-1974), Ψηφίδα, Αθήνα 2004.
11 Ο. Κλεμάν, Ορθοδοξία και Πολιτική, σ. 21.
12 Nicolas Berdiaeff ,Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 228-229.
13 Ορθοδοξία και Πολιτική , σσ. 16-17.

14  Όσκαρ Ρομέρο ,Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα, Μήνυμα, 1985, σσ. 42-43.

15 π. Γεωργίου Μεταλληνού ,Εκκλησία και σύγχρονα ιδεολογικά ρεύματα. Δοκίμια ορθοδόξου ήθους, εκδ. Σύνδεσμος, Αθήνα 1979, σ. 40.
16 Βλαντιμήρ Σολοβιώφ ,«Η Ορθόδοξη Χριστολογία για τα κοινωνικά προβλήματα», Σύνορο τχ. 40 (Χειμώνας 1966-1967)275.

17 Νικολάου Νησιώτη ,«Η θρησκευτική παιδεία εν όψει των νεωτέρων κοινωνικώς εξελίξεων», Πρακτικά Ε΄ Πανελληνίου Θεολογικού Συνεδρίου, (3-5 Σεπτεμβρίου 1982), Αθήνα 1984, σ. 355.
18 Θανάση Παπαθανασίου, Ανεστιότητα και παραπεμπτικότητα. Κριτικές προσεγγίσεις στα θεολογικά δρώμενα, Αρμός, Αθήνα 1998, σ. 137.
19 Ό. Ρομέρο, Ο ποιμένας μπροστά στα γεγονότα, σ. 43.